πόρεψη

πόρεψη
η, Ν
1. η εξοικονόμηση τών αναγκαίων προς το ζην
2. τα αναγκαία προς το ζην, ιδίως οι τροφές («έχω την πόρεψή μου» — εξοικονομώ τα αναγκαία προς το ζην).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρευσις < πορεύω (πρβλ. χώνεψη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πόρεψη — η εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή, αλλ. βόλεμα, βολή: Ο καθένας κοιτάζει την πόρεψή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”